-
1 верхушка
верхушкаж1. ἡ κορυφή/ τό κορφοβούνι (гора):\верхушка дерева ἡ κορ(υ)φή τοῦ ίύντρου· \верхушка легкого анат. ἡ κορυφή τοῦ ίΐνεύμονος·2. перен разг ἡ ήγεσία, οἱ εὐθύνοντες, οἱ τρανοί:правящая \верхушка ἡ εὐθύνουσα τάξη, οἱ εὐθύνοντες. -
2 верхи
верх||имн. разг1. (правящие круги) οἱ εὐθύνοντες, οἱ διοικούντες, οἱ ὑψηλοί κύκλοι·2. муз. οἱ [ὐ]ψηλές νότες· ◊ нахвататься \верхио́в ἔχω ἐπιπόλαιες γνώσεις.
См. также в других словарях:
εὐθύνοντες — εὐθύ̱νοντες , εὐθύνω guide straight pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek